ερίκλαυστος

ερίκλαυστος
ἐρίκλαυστος, -ον και ἐρίκλαυτος, -ον (Α)
1. αυτός που κλαίει πολύ
2. αυτός για τον οποίο κάποιος έχει κλάψει πολύ, ο πολύκλαυτος, ο πολυθρήνητος («ἐρίκλαυστος πόλεμος», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + κλαυστός (< κλαίω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐρικλαύστων — ἐρίκλαυστος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρικλαύτοιο — ἐρίκλαυστος masc/fem/neut gen sg (epic) ἐρίκλαυτος much weeping masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρικλαύτοισι — ἐρίκλαυστος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἐρίκλαυτος much weeping masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρικλαύτων — ἐρίκλαυστος masc/fem/neut gen pl ἐρίκλαυτος much weeping masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”