- ερίκλαυστος
- ἐρίκλαυστος, -ον και ἐρίκλαυτος, -ον (Α)1. αυτός που κλαίει πολύ2. αυτός για τον οποίο κάποιος έχει κλάψει πολύ, ο πολύκλαυτος, ο πολυθρήνητος («ἐρίκλαυστος πόλεμος», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + κλαυστός (< κλαίω)].
Dictionary of Greek. 2013.